κίναιδος

κίναιδος
κίναιδος
Grammatical information: m.
Meaning: `lewd man, catamite' (Pl., Herod.),
Compounds: In compp., e. g. κιναιδο-λογέω (Str.); name of a sea-fish (Plin.), a bird (= κιναίδιον, Gal.).
Derivatives: κιναίδιον (-ιος) name of the ἴυγξ (H., Phot.), the wagtail (sch.) etc., κιναιδίας m. `stone, found in the fish κίναιδος' (Plin.), -ία `lewdness' (Aeschin.), -ώδης `like a κ.' (sch.); κιναιδίζω `be a κ.' (Antioch. Astr.) with κιναίδισμα (Eust.), also -δεύομαι (sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Acc. to Archigenes (ap. Gal. 12, 800) Syrian. Prob. Pre-Greek.
Page in Frisk: 1,854

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίναιδος — catamite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

  • κίναιδος — ο αρσενικός παθητικός ομοφυλόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιναίδοις — κίναιδος catamite masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναίδου — κίναιδος catamite masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναίδους — κίναιδος catamite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναίδων — κίναιδος catamite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναίδῳ — κίναιδος catamite masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδε — κίναιδος catamite masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδοι — κίναιδος catamite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδον — κίναιδος catamite masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”